- ἐφολκός
- ἐφολκόςdrawing onmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφολκός — ἐφολκός, όν (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφολκόν το δόλωμα, αυτό που δελεάζει, που παρασύρει αρχ. || 1. αυτός που προσελκύει, ο προσελκυστικός, ο επαγωγός 2. βραδυκίνητος, νωθρός, βραδύς 3. φρ. «ἐφολκὸς ἐν λόγῳ» αργός, διστακτικός στο να δώσει… … Dictionary of Greek
ἐφολκόν — ἐφολκός drawing on masc/fem acc sg ἐφολκός drawing on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκοτάτην — ἐφολκός drawing on fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκοῖς — ἐφολκός drawing on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκοῦ — ἐφολκός drawing on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκῶς — ἐφολκός drawing on adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφολκίς — ἐφολκίς, ἡ (Α) [εφολκός] 1. το εφόλκιο 2. ενοχλητική προσθήκη, συμπλήρωμα, άχθος, βάρος 3. πηδάλιο … Dictionary of Greek
εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… … Dictionary of Greek
πρόλεσχος — ον, Α (ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ λεσχος] … Dictionary of Greek
φολκός — ὁ, Α 1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.) 2. πιθ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού… … Dictionary of Greek